- τάρταν
- το, Νάκλ. μάλλινο καρό ύφασμα διαφόρων συνδυασμών σχεδίων και χρωμάτων το οποίο θεωρείται χαρακτηριστικό τών υψιπέδων τής Σκωτίας και από το οποίο κατασκευαζόταν το κιλτ, η κάπα ή η φούστα τής παραδοσιακής σκωτσέζικης ενδυμασίας και σήμερα χρησιμοποιείται για τις στολές τών σκωτικών ταγμάτων τού στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tartan «σκωτσέζικο ύφασμα με ιδιαίτερο για κάθε φυλή σχέδιο»].
Dictionary of Greek. 2013.